- ἀδῄωτος
- ἀδῄωτοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδήωτος — η, ο (Α ἀδῄωτος, ον) [δῃῶ] αυτός που δεν λεηλατήθηκε, που δεν ερημώθηκε από εχθρούς … Dictionary of Greek
ἀδῄωτον — ἀδῄωτος masc/fem acc sg ἀδῄωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδήωτον — ἀδήωτος not ravaged masc/fem acc sg ἀδήωτος not ravaged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδῃώτους — ἀδῄωτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδῄωτα — ἀδῄωτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδῄωτοι — ἀδῄωτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδήωτοι — ἀδήωτος not ravaged masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)